Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Quote




Το γράφω ακριβώς όπως το είπες, Μ. , γιατί έτσι ακριβώς το σκεφτόμουν:


Φιλός δεν έιναι αυτός που κριτικάρει όλα όσα γίνονται/κάνουμε στη ζωή μας.
Ειδικά αυτά που μας κάνουν χαρούμενους.

ΓΚΕΓΚΕ?????????

άντε γιατί..!!! =Ρ

Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

rewind

Στο γυρισμό άνοιξα το ραδιόφωνο αβίαστα.

Flashback.

Παρασκευή,25 Απριλίου 2008
Ανοιχτό παράθυρο και προσπερνάω αμέτρητα χωράφια με το βλέμμα μου. Και προσπερνάω συνεχόμενες και διακεκομμένες άσπρες γραμμές στο δρόμο με το βλέμμα μου. Λατρεύω τα ταξίδια αλλά αυτό μου φαινόταν ανιαρό. Επειδή δεν είχε μουσική.

Να ανοίξω το ραδιόφωνο ή είναι μεγάλη Παρασκευή και δεν κάνει?

Κάποια συζήτηση γίνεται δίπλα μου, πίσω μου , γύρω μου. Δεν ακούω. Συνεχίζω να προσπερνάω τα πάντα. Δε θα ‘θελα να τα προσπερνάω, θα ‘θελα να τα 
 παρατηρώ μα δεν έχω μουσική.

Να ανοίξω το ραδιόφωνο ή είναι μεγάλη Παρασκευή και δεν κάνει?

«Να ανοίξω το ραδιόφωνο ή είναι μεγάλη Παρασκευή και δεν κάνει?»- «άνοιξτο».

Don’t you cry tonight there’s a heaven above you baby….

Κι άρχισα να παρατηρώ όσα προσπερνούσαμε και τα είχα ξαναδεί όλα αυτά τα χωράφια και όλα αυτά τα δέντρα. Άρχισε να βρέχει, έκλεισα το παράθυρο. Δεν έκλεισα το παράθυρο επειδή άρχισε να βρέχει, το ‘κλεισα μόνο για να ακούω τη 
 μουσική.

The temple of the king.

Ήξερα πως είναι να πέφτει έτσι η βροχή στα τζάμια γιατί το είχα ξαναδεί, το είχα ξανακούσει και το είχα ξανανιώσει. Και το νιώθω το ίδιο κάθε φορά. Είναι ίδιες όλες οι φορές; Πες μου, είναι όλες οι φορές ίδιες;

Flashback.

Η ζωή μας είναι μια σειρά από επαναλαμβανόμενα déjà vu που απλώς κάποια στιγμή ξεχνάμε και πεθαίνουμε και ξαναγεννιόμαστε και ζούμε συνέχεια τα ίδια και τίποτα δεν έχει νόημα γιατί το ξέραμε από πριν; Για το θεό, μην το κάνεις να φαίνεται τόσο βαρετό. Πως είναι δυνατόν να μην έχει νόημα. Η βροχή δεν πέφτει πάντα με τον ίδιο τρόπο ούτε ο ήλιος ανατέλλει πάντα με τα ίδια χρώματα και τα σύννεφα έχουν άλλο σχήμα όποτε τα κοιτάω και σήμερα μου φάνηκε πως 
έτρωγαν το ένα το άλλο- έτρωγαν το ένα το άλλο! Μα δε με τρόμαξαν γιατί….

Is that everything’s gonna be fine fine fine
 Coz I‘ve got one hand in my pocket and the other one is giving a high five!

Fast Forward.

Είναι ώρα κοινής ησυχίας κι εγώ γιορτάζω και τραγουδάω δυνατά.
Και σου βγάζω τη γλώσσα και σου κάνω παράπονα και είναι déjà vu και το χουμε ξαναζήσει, αλλά κοίτα με είμαι φωτιά κι είμαι νερό κι είμαι σύννεφο αταξινόμητο και δεν είμαι ίδια και αλλάζω αλλάζω αλλάζω, και το πισί μου λέει να σβήσω την επαναλαμβανόμενη λέξη κι αδιαφορώ γιατί ακούω το αγαπημένο μου τραγούδι κι έχει ήλιο έξω και … και .. και:

Is that everything’s gonna be fine fine fine
 Coz I‘ve got one hand in my pocket and the other one is giving a high five!

!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

Καλειδοσκόπιο

Όταν ήμουν πολύύύύύύύ μικρή ο θείος μου μού έκανε δώρο ένα καλειδοσκόπιο. Και μου είπε να κοιτάω προσεκτικά τις εικόνες γιατί άπαξ και χαθούν είναι αδύνατο να τις ξαναδώ ολόιδιες. «Κι αν μια εικόνα μ΄αρέσει πολύ και θέλω να τη βλέπω συνέχεια;;». Όταν είδα την πρώτη εικόνα που ονόμασα αγαπημένη -εκείνη που έμοιαζε με το εσωτερικό καρπουζιού αλλά με χρυσαφένια κουκούτσια- προσπαθούσα να βάλω το rewind , δηλαδή να θυμηθώ όλες τις κινήσεις που έκανα μέχρι να τη δω και να τις κάνω ανάποδα για να ξαναδώ το καρπούζι. Ύστερα κατάλαβα πως ο μόνος τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο θα ήταν να πάγωνε το υγρό στο σωληνάκι και η χρυσόσκονη στη θέση που τα ήθελα για να βλέπω την εικόνα μου.

Μετά από χρόνια έβγαλα το καλειδοσκόπιο από το ντουλάπι που το είχα χώσει βιαστικά μετά από μια μετακόμιση. Το ξεσκόνισα και κοίταζα πάλι με μανία τις εικόνες, σχεδόν τις ρουφούσα. Μέχρι που μαζεύτηκαν σε μια άκρη όλα τα γυαλιστερά σχεδιάκια και έμεινα να κοιτάω τη φούξια σκόνη του που έμοιαζε με……έμοιαζε με καρπούζι με χρυσαφιά κουκούτσια!!!! Κι έπαθα déjà vu και σκέφτηκα το αγχωμένο απόγευμα στην κουζίνα του θείου έτοιμη να κλάψω που δε θα ξανάβλεπα το καρπούζι μου.

Να μη σας δουλεύω. Είναι αδύνατον να δεις ακριβώς την ίδια συνέχεια σε ένα καλειδοσκόπιο. Μπορεί όμως να δεις κάτι που θα μοιάζει πολύ με την κάποτε αγαπημένη σου παράσταση ή ακόμα να σ’αρέσει περισσότερο και να ταιριάζει πιο πολύ στα τωρινά σου γούστα. Και θα συγκινηθείς που θα μοιάζει με το μικρό σου θησαυρό κι ίσως πιστέψεις πως είναι πανομοιότυπο γιατί έτσι θα ήθελες να είναι.

Σκέψου τώρα...

Η ζωή δεν είναι ένα τεράστιο καλειδοσκόπιο; Κι ας είναι μεγάλο, εσύ κουνάς πέρα δώθε το διαφανές σωληνάκι με τα πολύχρωμα σχήματα. Δε θα ήταν πολύ μελαγχολικό να μείνει κολλημένο σε ένα σημείο και να βλέπεις συνέχεια το ίδιο; Φαντάσου ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Δε θα ήταν πολύ λυπηρό αν έμενε για πάντα έξω απ’ το παράθυρό σου; Δε θα ήταν πια το αγαπημένο σου κομμάτι της μέρας, θα ήταν ρουτίνα. Θα έχανε την αξία του.

Αλλά ακόμα χειρότερο είναι το άλλο. Να φας όλο το χρόνο σου προσπαθώντας να ξαναβρείς την πιο αγαπημένη σου σκηνή για να αρκεστείς στο τέλος σε κάτι που θα της μοιάζει.

Κάνε μια σβούρα το καλειδοσκόπιο. Όπου και να σταματήσει πάλι πολύχρωμο θα ‘ναι.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

ο ήχος της καταιγίδας ΙΙ

Τότε έβρεχε συνέχεια. Ακόμα κι όταν το τσιμέντο ήταν στεγνό κι ο ουρανός ανέφελος. Ακόμα και τότε υπήρχε στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση καταιγίδας που θα ξεσπούσε. Στην καλύτερη περίπτωση φαινόταν πως η καταιγίδα μόλις είχε κοπάσει.

Αλλά πάντα η καταιγίδα υπήρχε. Κι η υπάρχει ακόμα στο μυαλό μου όταν σκέφτομαι. Όταν αναπολώ εκείνες τις μέρες δεν μπορώ να βάλω στην εικόνα ήλιο, ζέστη και χρώματα. Δεν μπορώ αφού δεν υπήρχαν. Υπήρχε μόνο το γκρι—ούτε καν ένα μαύρο της προκοπής, παραμόνο ξεπλυμένο, μουντό γκρι, η κατάντια του μαύρου.

Η κατάντια γενικότερα. Το φως ήταν σκοτεινό, η ζέστη παγερή και το νερό της βροχής βίαιο αντί ανακουφιστικό. Κι υπήρχαν σκηνές που μοιάζαν γυρισμένες για ταινία (θα ήταν από κείνες τις σκηνές με βροχή κι αέρα και καβγάδες στο δρόμο). Κι είχαν μια μαγεία αυτές οι στιγμές μα τη μαγεία της Μοργκάνα Λε Φε κι όχι του Μέρλιν.

Ρε δε νοιάζει από πού ήρθες σου λέω..εγώ εδώ ήμουνα περαστική.

Και τώρα φεύγω αν δε σε πειράζει.

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Είναι η κρυφή μου, η ατέλειωτη δίψα

Ήμουν ακουμπισμένη στο παράθυρο με το βλέμμα καρφωμένο κάπου. Ήταν περίεργο που πραγματικά είχα κάπου καρφωμένο το βλέμμα μου, αφού δεν υπήρχε κάτι ακίνητο για να κοιτάξω—φαινομενικά. Έξω η μια εικόνα διαδεχόταν την άλλη, το ένα χρώμα το άλλο και τα σύννεφα άλλαζαν συνεχώς σχήμα.

Αλλά υπήρχε κάτι σταθερό, η βροχή. Τι οξύμωρο να λέει κάποιος τη βροχή σταθερή. Κι όμως απολάμβανα τόσο αυτή την εικόνα: οι σταγόνες να πέφτουν βίαια στο τζάμι και στη συνέχεια να απομακρύνονται μαλακά από τους υαλοκαθαριστήρες σχηματίζοντας ένα ρυάκι στην άκρη του παραθύρου. Ξανά και ξανά. Με ηρεμεί το νερό. Η θέα του, η αίσθησή του, ο τρόπος που σε ξεδιψάει κι ο τρόπος που μου φαίνεται νόστιμο παρόλο που είναι άγευστο.

Έξω από το γυαλί που έμπαινε ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο κοιτούσα τα οργωμένα χωράφια. Και φαντάστηκα πως τα σκαμμένα κομμάτια ήταν ένα πεντάγραμμο και φαντάστηκα ένα ξύλινο μπαστούνι να χαράζει πάνω του νότες. Κι οι νότες να ακούγονται την ίδια στιγμή που γράφονται από ένα μουσικό όργανο που δεν υπάρχει. Μετά οι νότες θα ξεκολλούσαν από το χώμα και θα πετούσαν αέρινα στον ουρανό κι ο βρόχινος ήχος τους θα γέμιζε την ψυχή μου.

Θα ήμουν εκστατικά ευτυχισμένη. Μην αναρωτηθείς γιατί.

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Χίλια χρώματα, φώτα και αρώματα


Όταν σου έδειξα το καινούριο μου στυλό σε σχήμα φύλλου με την Τίνκερμπελ να κάνει τσουλήθρα πάνω του, γέλασες κι ένιωσα πως το έβρισκες πραγματικά αστείο. Κι ένιωσα πως γελάμε με τα ίδια πράγματα κι ένιωσα όμορφα γι αυτό. Μετά με πήρες αγκαλιά και με φίλησες στο μέτωπο σαν να ήμουν η μικρή σου αδερφή κι ένιωσα ακόμα ομορφότερα.

Άσε με , κράτα με, κοίτα με, αγάπα με… Όλα γυρίζουν σαν τρελά, ρόδες που παν’ στο πουθενά..

Κι έτσι ένιωθα. Σαν να είμαι σ’ ένα μικρούλι, πολύχρωμο καρουζέλ και σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο τριγύρω. Και σαν να έχει φως κι ας ήταν ολοσκότεινα. Σαν να είχε ησυχία , σαν να ακουγόταν μόνο ο άνεμος κι ας γινόταν χαμός.

Κι ήμουν ήρεμη κι ήσουν κι εσύ. Και εκείνη τη μέρα ήσουν τρυφερός, πολύ σπάνιο αυτό –κι ας λες εσύ. Με είχες όπως ο πιτσιρίκος το Φοιβάκι του στο φύλακα στη σίκαλη και με φρόντιζες σαν να ήμουν κάτι πολύτιμο σε ένα από αυτά τα μικρά κουτάκια. Και με άγγιζες συχνά σαν να ήξερες πως το είχα ανάγκη –το είχα ανάγκη.

Και δε με μάλωσες ούτε μία φορά σαν να μην σε έχω απογοητεύσει ποτέ, σαν να τα είχες ξεχάσει όλα ή σαν να μη σ’ ένοιαζαν πια.

Μετά με εκνεύρισες που ακόμα καταλαβαίνεις. Αφού δε με βλέπεις πια και τόσο συχνά γιατί καταλαβαίνεις ακόμα; Δεν είναι ότι δε θέλω να καταλαβαίνεις, μακάρι να καταλαβαίνεις για πάντα. Αλλά αμφιβάλλω αν είμαι καλή στο να κρύβω πράγματα και… τίποτα, άστο.

Κάνω τόσα πολλά όνειρα. Θέλω τόσο πολύ να στα πω. Φοβάμαι τόσο πολύ να στα πω.

Δε θυμάμαι αν στο είχα πει...μα σ'αγαπούσα..