Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

Φοβόμουν



Αυτό το τραγούδι θα μπορούσε να είναι το soundtrack μιας ολόκληρης χρονιάς.

Φόβος, ένας συνεχής φόβος για οτιδήποτε που έμοιαζε οικείο και αποδεικνυόταν πιο ξένο κι απ’τα ξένα. Κι ήταν οικείο και ήταν και ξένο συγχρόνως. Ένας κακός συγχρονισμός, κι όταν λέω κακός το εννοώ. Με hardcore καταστάσεις –σαν τον εφιάλτη που είδα χθες βράδυ- δυο μάτια γεμάτα δάκρυα και φόβο και άλλα δύο γεμάτα αδιαφορία. Και χαμόγελα, αλλά κακά χαμόγελα. Τέτοια βεβιασμένα χαμόγελα που προσπαθούσαν να σε φτιάξουν αλλά όχι για να είσαι εσύ καλά. Ο λόγος ήταν άλλος. Ο λόγος ήταν πως έπρεπε να είσαι καλά γιατί αν δεν ήσουν εκείνα τα δύο άλλα μάτια –τα μαύρα μάτια, τα μεγάλα και κακά μάτια- θα ήταν τα πρώτα που θα κατηγορούνταν.

Και να πιστεύεις τα βεβιασμένα χαμόγελα. Και να τα βλέπεις φιλικά, και τα μάτια σου να θολώνουν πάλι και τα άλλα μάτια να είναι πάντα φωτεινά αλλά λουσμένα με το σκοτεινότερο φως που είδες ποτέ σου.

Κι όταν ξεσκεπάσεις την απάτη του ψεύτικου χαμόγελου και φανούν τα κοφτερά του δόντια είναι πια πολύ αργά. Αλλά θα μπορούσε να είναι και αργότερα. Θα μπορούσε να είναι τώρα. Τώρα θα μπορούσες να είσαι ακόμα σ’αυτή τη νοσηρή κατάσταση που το μόνο συναίσθημα που σου προκαλούσε ήταν απέχθεια για τον εαυτό σου. Και σε έβαζε σε μία συνεχή κατάσταση αλλαγής κι εσύ άλλαζες για να γίνεις καλύτερη –με τον ορισμό που τα κακά μάτια δίνουν στο καλό- και να πονάς. Να πονάς γιατί νόμιζες πως έχεις βγει απ’αυτή τη διαδικασία του συνεχώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος. Αλλά τι λέω, δεν άλλαξε το περιβάλλον. Το μέσα σου άλλαξε. Και άλλαξε ξανά και ξανά για να σε πονέσει όσο μπορούσε περισσότερο και μετά να ξανά αλλάξεις και να γίνεις πάλι εσύ. Και να κοιτάς τον εαυτό σου και να αναρωτιέσαι αν είσαι αυτή που είσαι τώρα ή αυτή που ήσουν πριν. Αν παράτησες όλα όσα ήσουν για όλα όσα μπορούσες να γίνεις ή αν παράτησες όλα όσα μπορούσες να γίνεις για να μείνεις αυτή που σου είχαν επιβάλλει.

Και πέρασε καιρός κι εσύ είσαι πάλι εσύ κι έχεις ανθρώπους που αγαπάς και το ξέρουν και σ’αγαπάν και το ξέρεις και τα μάτια τους και τα χαμόγελά τους είναι αληθινά τόσο αληθινά που σε κομπλάρουν και νιώθεις πως δεν το αξίζεις γιατί είχες συνηθίσει τη νοσηρή ζωή κι όλη αυτή η γνησιότητα νομίζεις πως δε σου αξίζει. Αλλά δεν είναι τι αξίζεις είναι τι παλεύεις για να κερδίσεις. Και τελικά καταλαβαίνεις τι άλλαξε. Άρχισες να παλεύεις για τα θέλω σου και να μην σε παίρνει από κάτω όταν δεν τα κερδίζεις γιατί θα ‘χεις προσπαθήσει.

Και δε φοβάσαι πια, και μπορείς και γελάς και είσαι συνέχεια χαμογελαστή και όσοι σε γνωρίζουν τώρα νομίζουν πως είσαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος που έχουν γνωρίσει και πως αγαπάει όλα όσα κάνει και πως δεν είχες ποτέ κανένα πρόβλημα. Και δε θυμάσαι πια αν το γέλιο σου είναι η μάσκα ή η πραγματικότητα. Αλλά ότι και να’ναι δε σε νοιάζει γιατί είσαι επιτέλους καλά.

Κι έχεις ξεχάσει εκείνα τα κακά μάτια κι ο μόνος λόγος που τα ξυπνάς απ’το πεθαμένο παρελθόν στο οποίο πρωταγωνιστούσαν είναι για να δείξεις στους άλλους πως πρέπει να μη γίνουν.

Και τα μάτια έρχονται ξανά σε ανύποπτο χρόνο για να σου θυμήσουν πως είναι ακόμα ζωντανά σε κάποια άλλη διάσταση, στο νεογέννητο παρόν κάποιου άλλου. Κι εσύ σκέφτεσαι πως θα βρήκαν μια άλλη ζωή να παρασιτήσουν , αλλά τι σε νοιάζει αφού αυτή δεν είναι η δική σου;

Κι είσαι σαν να ‘χεις πάθει βραχυκύκλωμα. Αυτό δεν είναι το βραχυκύκλωμα; Να σου δίνουν παραπάνω από όσο αντέχεις και να κλατάρεις. Και βγάζεις την καρδιά σου απ’την πρίζα και μένουν μόνο οι αντιστάτες . Κι έχεις σκληρύνει κι έχεις γίνει ωμή και κυνική όσο μπορείς για να μπορείς να επιβιώσεις και να ξεχωρίζεις τα κακά απ’τα καλά μάτια και πάλι δεν είσαι σίγουρη αν τα καταφέρνεις.

Και όταν έχεις μαζέψει αρκετή ενέργεια για να μπορείς να λειτουργήσεις χωρίς να σε τροφοδοτεί μια γεννήτρια κακιά σηκώνεσαι πάλι. Και τώρα είσαι πραγματικά εσύ , αλλά μ’ ένα εγώ που δεν έχεις ξανασυναντήσει και σ’ αρέσει περισσότερο από όλα τα μέχρι τώρα εγώ σου. Και κανείς δεν μπορεί να σου αρνηθεί τον εαυτό σου ,ούτε να στον αλλάξει γιατί…. Δεν υπάρχει γιατί απλώς έτσι είναι.

Και γουστάρεις και ζεις και δεν υπάρχουν πια τα μάτια, τα τύφλωσες με τη δύναμη της θέλησής σου γιατί όλα μες στο μυαλό είναι τελικά και στο χέρι σου ήταν τόσο καιρό να τα διώξεις μα δεν ήθελες. Και μπορεί να μην κάνεις ακόμα όλα όσα αγαπάς να κάνεις αλλά σίγουρα έχεις μάθει να αγαπάς όσα κάνεις. Και είναι και η χαρούμενη εικόνα που είδες πριν λίγο και την έκανες κτίμα σου :

Και έζησες εσύ καλά και οι άλλοι είναι μόνοι αυτοί που υπάρχουν στη δική σου πραγματικότητα και που εσύ τους διάλεξες οπότε καλά κι αυτοί.

Και δε σ’ εκφράζει πια το τραγούδι μα το ακούς από συνήθεια, αλλά πάντως κακό δε σου κάνει. Και τώρα σιγοψιθυρίζεις συχνά πυκνά αυτό:

Και γελάς μόνη σου. Και το ακούς όταν περπατάς και γελάς. Και το σκέφτεσαι στο μάθημα και γελάς. Και γενικότερα γελάς.

Γεννιέσαι την έχεις μητέρα
πηδάς στον αέρα

σκας στο πάτωμα
εκείνη σε βάζει στην κούνια
στα μάτια σαπούνια

και γαλάκτωμα

Σου δείχνει πώς κάνει η πάπια
και μοιάζει με κάποια

που 'χες γκόμενα
στο μέλλον με τ' άσπρα φωτάκια
και με τ' αστεράκια

τα φλεγόμενα

Μετά που σε στέλνουν σχολείο
στο δίπλα θρανίο

εκείνη κάθεται
μικρή με τα ροζ κοκαλάκια
και τα ποιηματάκια

που θα μάθετε

Για να σε προσέξει ρεψίματα κάνεις
χτυπιέσαι στους δρόμους πλακώνεσαι
της σπας με νεράντζια τα τζάμια
κι από την ταράτσα πηδάς και σκοτώνεσαι

Σηκώνεσαι κι είσαι δεκάξι
βαριέσαι στην τάξη,

γράφεις ποιήματα
το στήθος της θέλει να σπάσει
κυλιέται στα δάση

και στα κύματα

Ποιος στίχος σου θα τη χωρέσει
που θέλει να αρέσει

στους ακέφαλους
που δίνει φιλιά μες στα δόντια
κι ανοίγει τα πόδια

σ' άγνωστους φαλλούς

Την ψάχνεις το σκας απ' το σπίτι
σε σέρνει απ' τη μύτη

αυτό το βάλσαμο
αυτή η μυρωδιά από γαζία
αυτή η τυραννία

σε τραβά ενώ

Κανένας βοηθός δεν υπάρχει
να πει τι έχεις πάθει

τι σε πόνεσε
κι εκείνη δε λέει να κοιτάξει
γκαζώνεις τ' αμάξι

χτυπάς και σκοτώνεσαι

Λοιπόν έχω βγάλει και δίσκο
και πάλι δε βρίσκω

εκείνο που 'θελα
πριν βγω στη σκηνή νιώθω χάλια
αδειάζω μπουκάλια

με θολά νερά

Μα σαν το συγκρότημα βγαίνει
μπροστά φωτισμένη

εκείνη κάθεται
χωρίς στα μαλλιά κοκαλάκια
χωρίς ποιηματάκια

που θα μάθετε

Περνάω την κιθάρα στο βύσμα
με πιάνει ένα πείσμα

απογειώνομαι
αρχίζω τον πρώτο μου στίχο
τρυπάω τον τοίχο

και σκοτώνομαι

Κι είναι ωραία να είσαι για κάποιον εκείνη.