Το γράφω ακριβώς όπως το είπες, Μ. , γιατί έτσι ακριβώς το σκεφτόμουν:
Φιλός δεν έιναι αυτός που κριτικάρει όλα όσα γίνονται/κάνουμε στη ζωή μας.
Ειδικά αυτά που μας κάνουν χαρούμενους.
ΓΚΕΓΚΕ?????????
άντε γιατί..!!! =Ρ
Όταν ήμουν πολύύύύύύύ μικρή ο θείος μου μού έκανε δώρο ένα καλειδοσκόπιο. Και μου είπε να κοιτάω προσεκτικά τις εικόνες γιατί άπαξ και χαθούν είναι αδύνατο να τις ξαναδώ ολόιδιες. «Κι αν μια εικόνα μ΄αρέσει πολύ και θέλω να τη βλέπω συνέχεια;;». Όταν είδα την πρώτη εικόνα που ονόμασα αγαπημένη -εκείνη που έμοιαζε με το εσωτερικό καρπουζιού αλλά με χρυσαφένια κουκούτσια- προσπαθούσα να βάλω το rewind , δηλαδή να θυμηθώ όλες τις κινήσεις που έκανα μέχρι να τη δω και να τις κάνω ανάποδα για να ξαναδώ το καρπούζι. Ύστερα κατάλαβα πως ο μόνος τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο θα ήταν να πάγωνε το υγρό στο σωληνάκι και η χρυσόσκονη στη θέση που τα ήθελα για να βλέπω την εικόνα μου.
Μετά από χρόνια έβγαλα το καλειδοσκόπιο από το ντουλάπι που το είχα χώσει βιαστικά μετά από μια μετακόμιση. Το ξεσκόνισα και κοίταζα πάλι με μανία τις εικόνες, σχεδόν τις ρουφούσα. Μέχρι που μαζεύτηκαν σε μια άκρη όλα τα γυαλιστερά σχεδιάκια και έμεινα να κοιτάω τη φούξια σκόνη του που έμοιαζε με……έμοιαζε με καρπούζι με χρυσαφιά κουκούτσια!!!! Κι έπαθα déjà vu και σκέφτηκα το αγχωμένο απόγευμα στην κουζίνα του θείου έτοιμη να κλάψω που δε θα ξανάβλεπα το καρπούζι μου.
Να μη σας δουλεύω. Είναι αδύνατον να δεις ακριβώς την ίδια συνέχεια σε ένα καλειδοσκόπιο. Μπορεί όμως να δεις κάτι που θα μοιάζει πολύ με την κάποτε αγαπημένη σου παράσταση ή ακόμα να σ’αρέσει περισσότερο και να ταιριάζει πιο πολύ στα τωρινά σου γούστα. Και θα συγκινηθείς που θα μοιάζει με το μικρό σου θησαυρό κι ίσως πιστέψεις πως είναι πανομοιότυπο γιατί έτσι θα ήθελες να είναι.
Σκέψου τώρα...
Η ζωή δεν είναι ένα τεράστιο καλειδοσκόπιο; Κι ας είναι μεγάλο, εσύ κουνάς πέρα δώθε το διαφανές σωληνάκι με τα πολύχρωμα σχήματα. Δε θα ήταν πολύ μελαγχολικό να μείνει κολλημένο σε ένα σημείο και να βλέπεις συνέχεια το ίδιο; Φαντάσου ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Δε θα ήταν πολύ λυπηρό αν έμενε για πάντα έξω απ’ το παράθυρό σου; Δε θα ήταν πια το αγαπημένο σου κομμάτι της μέρας, θα ήταν ρουτίνα. Θα έχανε την αξία του.
Αλλά ακόμα χειρότερο είναι το άλλο. Να φας όλο το χρόνο σου προσπαθώντας να ξαναβρείς την πιο αγαπημένη σου σκηνή για να αρκεστείς στο τέλος σε κάτι που θα της μοιάζει.
Κάνε μια σβούρα το καλειδοσκόπιο. Όπου και να σταματήσει πάλι πολύχρωμο θα ‘ναι.
Αλλά πάντα η καταιγίδα υπήρχε. Κι η υπάρχει ακόμα στο μυαλό μου όταν σκέφτομαι. Όταν αναπολώ εκείνες τις μέρες δεν μπορώ να βάλω στην εικόνα ήλιο, ζέστη και χρώματα. Δεν μπορώ αφού δεν υπήρχαν. Υπήρχε μόνο το γκρι—ούτε καν ένα μαύρο της προκοπής, παραμόνο ξεπλυμένο, μουντό γκρι, η κατάντια του μαύρου.
Η κατάντια γενικότερα. Το φως ήταν σκοτεινό, η ζέστη παγερή και το νερό της βροχής βίαιο αντί ανακουφιστικό. Κι υπήρχαν σκηνές που μοιάζαν γυρισμένες για ταινία (θα ήταν από κείνες τις σκηνές με βροχή κι αέρα και καβγάδες στο δρόμο). Κι είχαν μια μαγεία αυτές οι στιγμές μα τη μαγεία της Μοργκάνα Λε Φε κι όχι του Μέρλιν.
Ρε δε νοιάζει από πού ήρθες σου λέω..εγώ εδώ ήμουνα περαστική.
Και τώρα φεύγω αν δε σε πειράζει.
Ήμουν ακουμπισμένη στο παράθυρο με το βλέμμα καρφωμένο κάπου. Ήταν περίεργο που πραγματικά είχα κάπου καρφωμένο το βλέμμα μου, αφού δεν υπήρχε κάτι ακίνητο για να κοιτάξω—φαινομενικά. Έξω η μια εικόνα διαδεχόταν την άλλη, το ένα χρώμα το άλλο και τα σύννεφα άλλαζαν συνεχώς σχήμα.
Αλλά υπήρχε κάτι σταθερό, η βροχή. Τι οξύμωρο να λέει κάποιος τη βροχή σταθερή. Κι όμως απολάμβανα τόσο αυτή την εικόνα: οι σταγόνες να πέφτουν βίαια στο τζάμι και στη συνέχεια να απομακρύνονται μαλακά από τους υαλοκαθαριστήρες σχηματίζοντας ένα ρυάκι στην άκρη του παραθύρου. Ξανά και ξανά. Με ηρεμεί το νερό. Η θέα του, η αίσθησή του, ο τρόπος που σε ξεδιψάει κι ο τρόπος που μου φαίνεται νόστιμο παρόλο που είναι άγευστο.
Έξω από το γυαλί που έμπαινε ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο κοιτούσα τα οργωμένα χωράφια. Και φαντάστηκα πως τα σκαμμένα κομμάτια ήταν ένα πεντάγραμμο και φαντάστηκα ένα ξύλινο μπαστούνι να χαράζει πάνω του νότες. Κι οι νότες να ακούγονται την ίδια στιγμή που γράφονται από ένα μουσικό όργανο που δεν υπάρχει. Μετά οι νότες θα ξεκολλούσαν από το χώμα και θα πετούσαν αέρινα στον ουρανό κι ο βρόχινος ήχος τους θα γέμιζε την ψυχή μου.
Θα ήμουν εκστατικά ευτυχισμένη. Μην αναρωτηθείς γιατί.
Όταν σου έδειξα το καινούριο μου στυλό σε σχήμα φύλλου με την Τίνκερμπελ να κάνει τσουλήθρα πάνω του, γέλασες κι ένιωσα πως το έβρισκες πραγματικά αστείο. Κι ένιωσα πως γελάμε με τα ίδια πράγματα κι ένιωσα όμορφα γι αυτό. Μετά με πήρες αγκαλιά και με φίλησες στο μέτωπο σαν να ήμουν η μικρή σου αδερφή κι ένιωσα ακόμα ομορφότερα.
Άσε με , κράτα με, κοίτα με, αγάπα με…
Κι έτσι ένιωθα. Σαν να είμαι σ’ ένα μικρούλι, πολύχρωμο καρουζέλ και σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο τριγύρω. Και σαν να έχει φως κι ας ήταν ολοσκότεινα. Σαν να είχε ησυχία , σαν να ακουγόταν μόνο ο άνεμος κι ας γινόταν χαμός.
Κι ήμουν ήρεμη κι ήσουν κι εσύ. Και εκείνη τη μέρα ήσουν τρυφερός, πολύ σπάνιο αυτό –κι ας λες εσύ. Με είχες όπως ο πιτσιρίκος το Φοιβάκι του στο φύλακα στη σίκαλη και με φρόντιζες σαν να ήμουν κάτι πολύτιμο σε ένα από αυτά τα μικρά κουτάκια. Και με άγγιζες συχνά σαν να ήξερες πως το είχα ανάγκη –το είχα ανάγκη.
Και δε με μάλωσες ούτε μία φορά σαν να μην σε έχω απογοητεύσει ποτέ, σαν να τα είχες ξεχάσει όλα ή σαν να μη σ’ ένοιαζαν πια.
Μετά με εκνεύρισες που ακόμα καταλαβαίνεις. Αφού δε με βλέπεις πια και τόσο συχνά γιατί καταλαβαίνεις ακόμα; Δεν είναι ότι δε θέλω να καταλαβαίνεις, μακάρι να καταλαβαίνεις για πάντα. Αλλά αμφιβάλλω αν είμαι καλή στο να κρύβω πράγματα και… τίποτα, άστο.
Κάνω τόσα πολλά όνειρα. Θέλω τόσο πολύ να στα πω. Φοβάμαι τόσο πολύ να στα πω.
Δε θυμάμαι αν στο είχα πει...μα σ'αγαπούσα..