Το ήξερα ότι θα είναι δύσκολη περίοδος.
Οι ώρες περνάνε με μία συχνά αφόρητη διαδοχή κλάματος και μη κλάματος.
Το κλάμα δε διαδέχεται η χαρά, ούτε η αισιοδοξία — πάρα μόνο το μη κλάμα.
Σήμερα δεν είχα τη δύναμη να σηκωθώ από τον καναπέ που αποτελεί το κρεβάτι μου για τώρα και για έναν μήνα ακόμα. Αγαπώ πολύ τον Σάκη και χαίρομαι που έχω έναν φίλο που διατίθεται να με φιλοξενήσει για ολόκληρο μήνα. Και είναι πολύ άνετος καναπές.
Αλλά σήμερα ένιωσα να με κατασπαράζει σαν κινούμενη άμμος,
σήμερα ένιωσα πως τα πόδια μου δεν μπορούν να συγκρατήσουν το βάρος μου,
σήμερα ένιωσα πάλι πως όλα είναι ένα βουνό που δεν έχω τον εξοπλισμό να σκαρφαλώσω.
Μου λείπεις κι εσύ κι αυτό τα κάνει όλα ασύγκριτα πιο δύσκολα, κάνει τον καναπέ να μοιάζει απελπιστικά αφιλόξενος.
Αλλά δε φταίει ο καναπές που δε μυρίζει σαν εσένα.
Προσπαθώ να θυμάμαι ότι με θες κι ότι σου λείπω και να συνεχίζω να πιστεύω πως νιώθεις σπουδαία πράγματα για μένα —γιατι το πιστεύω πως είναι σπουδαία— μα δε με βοηθάς κι εσύ, και πώς να με βοηθήσεις όταν έχεις κι εσύ ολόδική σου κινούμενη άμμο να παλέψεις. Το αποτέλεσμα παραμένει όμως: δε με βοηθάς. Και γι αυτό για ένα λεπτό πριν με πάρει ο ύπνος σε μισώ και σε βρίζω που είσαι απών με παραπάνω τρόπους από όσους προβλέπονται.
Σε μισώ και σε βρίζω και σε θέλω όπως η Μπίμπι εκείνο τον ντράμερ.