Το άκουσα προσεκτικά και βούρκωσα για να είμαι ειλικρινής.
Δεν το άκουγα για πρώτη φορά, ούτε του έδινα την πρέπουσα σημασία για πρώτη φορά.
Ούτε πρόσεχα αυτούς τους στίχους για πρώτη φορά:
Δικαίωμά μου να ποντάρω λίγα
Δικαίωμά μου να πηγαίνω πάσο
κι εκεί που λένε πως ποτέ δεν πήγα
εγώ δεν πρόλαβα να το ξεχάσω
Κι όποιος ρωτήσει γιατί πάντα φεύγω
μ’ αυτό τον τόνο του λευκού στο βλέμμα
του λέω μια φράση σαν να υπεκφεύγω
με μια ελπίδα να `ναι σαν κι εμένα...
Πρώτη φορά όμως δεν ποντάρω λίγα και δεν πηγαίνω πάσο κι όλα αυτά ξέρεις γιατί;
Γιατί δεν ελπίζω να 'σαι σαν κι εμένα· το ξέρω πως είσαι.
Ό,τι και να συμβαίνει κι ό,τι και να μας πιάνει κι ό,τι κι αν μας αφήνει
είναι πρώτη φορά που η ψυχή μου είναι απαλλαγμένη από το βαρός που λέγεται
"δε με καταλαβαίνει κανείς".
Γιατί εγώ κι εσύ, ό,τι και να λέμε κι ό,τι και να κάνουμε,
εγώ κι εσύ σταθερά καταλαβαινόμαστε.
Καταλαβαινόμαστε απόλυτα.
Κι αυτό είναι ό,τι πιο ανακουφιστικό έχω νιώσει εδώ και χρόνια.
Γι αυτό αλλάζω την κολόνια μου και τα κραγιόν μου
γι αυτό δε σε περίμενα με πυτζάμες στο σπίτι,
αλλά με τακούνια και κολλητή φούστα κι ένα μπουκάλι jameson.
Γιατί ένα αγόρι σαν εσένα, σε τέτοια πράγματα πρέπει να γυρίζει σπίτι
μετά από δουλειά τα Χριστούγεννα.
Γιατί σε λατρεύω τόσο που αμφιβάλλω αν μπορώ να κάνω κάποιον να καταλάβει πόσο.
Αλλά καταλαβαίνεις εσύ κι αυτό έχει σημασία.