Η Ελένη πέθανε.
Εγώ –και πολλοί άλλοι– έκλαψα όπως ποτέ πριν.
Έτσι που καλύτερα να το ονομάσουμε σπαραγμό, παρά κλάμα.
Έτσι που καλύτερα να το ονομάσουμε σπαραγμό, παρά κλάμα.
Την επομένη της κηδείας πήγα πάλι στον τάφο της, ήθελα να 'μαστε οι δύο μας.
Ήπια μαζί της καφέ και κάπνισα.
Θεώρησα άκρως συμβολικό το ένα τσιγάρο που είχε μείνει στο πακέτο μου.
Έσκαψα το υγρό χώμα με τα γυμνά μου χέρια και το έθαψα.
Θεώρησα άκρως συμβολικό το ένα τσιγάρο που είχε μείνει στο πακέτο μου.
Έσκαψα το υγρό χώμα με τα γυμνά μου χέρια και το έθαψα.
Ύστερα έκλαψα ξανά γραπώνοντας το χώμα.
Όπως μόνο σε ταινίες είχα δει.
Όπως μόνο σε ταινίες είχα δει.
Ευχήθηκα Χριστέ μου να μην το ξαναζήσω αυτό.
Ευχήθηκα να πεθάνω πριν απ' όλους τους υπόλοιπους φίλους μου.
Δεν τους το είπα όμως.
Τους είπα τι καλά που θα ήταν να ζούσαμε όλοι μέχρι τα 85 και τότε να πηγαίναμε μια εκδρομή και να σκοτωνόμασταν όλοι μαζί, μεθυσμένοι παππούδες και γριές.
Δεν τους το είπα όμως.
Τους είπα τι καλά που θα ήταν να ζούσαμε όλοι μέχρι τα 85 και τότε να πηγαίναμε μια εκδρομή και να σκοτωνόμασταν όλοι μαζί, μεθυσμένοι παππούδες και γριές.
Κι έτσι με τον θάνατο της Ελένης, κατανόησα επιτέλους και το τραγούδι αυτό, για το οποίο πάντα ένιωθα ένα δέος.
Τώρα όμως είχα γίνει μια ιδιόρρυθμη μορφή τυμβωρύχου, είχα πλέον μια φίλη φάντασμα και μπροστά στα μάτια μου είχα έναν τάφο οικογενειακό.