Η Ρίτα έπινε το κακάο της στο ημιυπόγειο μπαράκι της Αλεξάνδρου Σβώλου. Το μπαράκι είχε ονομαστεί από συγγραφέα και ο δρόμος από σοσιαλδημοκράτη. Παλιότερα λεγόταν πρίγκιπος Νικολάου, που μπορεί να ήταν λιγότερο δημοκρατικό μα σίγουρα ήταν περισσότερο εύηχο. Το όνομα της Ρίτας πάντως δεν προερχόταν ούτε από βασιλική ούτε από εργατική οικογένεια, αλλά από οικογένεια βασικά ροκ. Οι γονείς της αγαπούσαν τα Ξύλινα Σπαθιά και τις δισύλλαβες λέξεις που ξεκινούσαν από ρο. Καθώς δε μισούσαν το παίδι τους — τουλάχιστον όχι περισσότερο από τους υπόλοιπους γονείς, όχι περισσότερο από τον φυσιολογικό βαθμό αποστροφής προς ένα πλάσμα που θα σου στερήσει για πάντα την προτεραιότητα — και έχοντας αποκλίσει τα ονόματα Ρόζα και Ρωξάνη, το Ρίτα έμοιαζε με επιλογή σοφή και πονόψυχη.
Η Ρίτα αγαπούσε το όνομά της, τα Ξύλινα Σπαθιά και το κόκκινο χρώμα, και ήξερε καλά πως κόκκινο δεν ήταν το χρώμα του έρωτα. Ήξερε πως ο έρωτας κλιμακωνόταν από ροζ, σε ματζέντα, σε μωβ — ανάλογα με τη μελανιά. Ήξερε πως η αγάπη ήταν λευκή σαν σατέν σεντόνι και πως σίγουρα κόκκινη ήταν η ματαιότητα. Η Ρίτα ήξερε κάτι και από ματαιότητα, καθώς είχε αποτύχει και σαν μηχανικός και σαν αυτόχειρας. Κάποιος που θα την κοιτούσε μέσα από έναν πιο αισιόδοξο φακό, ίσως έναν φακό iPhone 15 Pro, μπορεί να έλεγε πως είχε επιζήσει και το πανεπιστήμιο και την κατάθλιψη. Τα τζάμια όμως που χωρίζουν τα ημιυπόγεια μπαράκια από τα βρώμικα πεζοδρόμια, δε διαθέτουν τέτοιους φακούς.