Κράτα τους δρόμους άδειους για την επιστροφή μου.
Θα γυρίσω, ναι.
Όχι σύντομα, όχι.
Ε να τους κρατήσεις γιατί ξέρεις ότι φοβάμαι να οδηγάω.
Είναι στενές οι λωρίδες, είναι πάντα στενές οι λωρίδες,
– τόσο στενές, σαν το μυαλό του παππού –
και τα δίπλα αυτοκίνητα δε σε προσέχουνε αρκετά.
Απίστευτο που δε φοβούνται οι άνθρωποι να οδηγάνε
ένα μηχάνημα που ζυγίζει έναν τόνο
και μπορεί να σκοτώσει.
Είναι πανεύκολο να σκοτώσεις, είναι θέμα ενός δευτερολέπτου απροσεξίας.
Θυμάμαι μια φορά είχα βγει κατα λάθος στον περιφερειακό
– δεν ήθελα να πάω από τον περιφερειακό.
Τέλος πάντων, τι να έκανα, συνέχισα να οδηγάω.
Κι ήμουν στην αριστερά λωρίδα γιατί εκεί με έβγαλε ο δρόμος,
και ήθελα τουλάχιστον να βάλω ραδιόφωνο,
να ακούσω λίγη μουσική
να σταματήσω να τρέμω.
Για ένα δευτερόλεπτο πήρα τα μάτια μου από τον δρόμο
και όταν τα σήκωσα ήμουν σύριζα με το τσιμεντένιο διαχωριστικό
και αγχώθηκα ακόμα χειρότερα από πριν.
Και ύστερα ξέρεις τι έγινε;
Ύστερα ένιωσα απίστευτα τυχερή που δεν τράκαρα, και χαμογέλασα.
Θυμήθηκα την ατάκα του παππού:
το χαζό πουλί το φυλάει ο Θεός.
Κι έτσι όλα βγάζουν νόημα, βλέπεις.
Είμαστε χαζές, και βλάσφημες και γενικώς ανεπαρκείς,
και ξέρουμε όλες μας πως είναι ανείπωτα περήφανος για εμάς
αλλά δεν θα το πει ποτέ,
θα εστιάζει μόνο στο ότι δεν ανάβουμε ποτέ ένα κεράκι
και λογικό να μας συμβαίνουν όλα τα φρικτά που μας συμβαίνουν,
αλλά και πάλι ο θεός θα είναι εκεί κορίτσια,
το χαζό πουλί το φυλάει ο Θεός.
Κι εμείς παραμένουμε τόσο βαθιά αχάριστες,
τόσο βουτηγμένες στην άγνοια για το θεϊκό του πλάνο,
τόσο στο μουνί μας τον γράφουμε,
δεν καταλαβαίνεις με πόσο σημαντικότερες οντότητες έχουμε ν’ ασχοληθούμε.
Κράτα τους δρόμους άδειους εσύ τέλος πάντων, γιατί θα γυρίσω και φοβάμαι.
Είμαι χαζό πουλί.