Γυρνώντας σπίτι πέρασα από το γωνιακό καφέ. Δοκίμασα διάφορες ποικιλίες τελευταία, κι εκεί έχει την καλύτερη. Ζήτησα να τον κόψουν για μηχανή εσπρέσο. Τον πήρα στην μικρή σακούλα του και περπάτησα πολύ ευχαριστημένη μέχρι το σπίτι.
Θυμήθηκα που ήμουν φοιτήτρια στον Βόλο, και δούλευα εγώ σε καφέ. Ήταν 2009, είχε ανακαλυφθεί ήδη ο φρέντο εσπρέσο, αλλά δεν είχαμε ακόμα απαρνηθεί τον φραπέ. Περνούσαν από τα χέρια μου τόσα χαρμάνια, τόσοι ποιοτικοί κόκκοι, τόσα χρήματα. Κι εγώ στο σπίτι είχα όποιον γαλλικό είχε προσφορά ο Μασούτης, και τον έφτιαχνα με το πλαστικό φίλτρο που μπαίνει πάνω από την κούπα. Τότε το πλαστικό φίλτρο δεν ήταν η τελευταία μόδα των μπαρίστα, ήταν ο φθηνότερος τρόπος να φτιάξεις γαλλικό (το είχα πάρει 3 ευρώ από τον Ραμπόπουλο στην Κοραή – από ‘κει είχα πάρει κι ένα μικρό πιατάκι που το προόριζαν για φυστίκια, και το είχα κάνει σαπουνοθήκη). Εννοώ, πως ποτέ δε φαντάστηκα πως θα είχα εσπρεσιέρα, και πως μάλιστα δε θα της έβαζα μέσα τον φθηνότερο καφέ.
Γι αυτό θυμήθηκα τον πλούσιο συμφοιτητή. Κάποιος συγγενής του κάπως σχετιζόταν με μια μεγάλη βιομηχανία τροφίμων, κι έτσι το ψυγείο του ήταν πάντα γεμάτο λιχουδιές. Δεν το είχα δει, μου το είχαν πει. Δεν ήταν τσιγκούνης και απόμακρος, μετά χαράς μοιραζόταν τον σοκολατένιο θησαυρό, κι άκουσα μάλιστα πως κερνούσε κιόλας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει κάτι αν με ρωτάς, όλοι κερνούσαμε. Δεν κερνούσαμε επειδή εμείς είχαμε, κερνούσαμε επειδή δεν είχε ο άλλος, κι ύστερα ερχόταν η σειρά μας να κεραστούμε.
Ένας φίλος μου έκανε παρέα με τον πλούσιο, και βγήκαμε κάποτε οι τρεις μας. Εκεί ανέφερε την εσπρεσιέρα που αγόρασε πρόσφατα. Πήρα μια μάλλον έκπληκτη έκφραση κι έσπευσε να διευκρινίσει πως «δεν ήταν ακριβή, 90 ευρώ έκανε». Το εκτίμησα, γιατί έδειχνε μία ενοχή για τα χρήματα που είχε χωρίς να τα κερδίσει, και μια επιθυμία να είναι με τη μεριά μας.
Δεν ήταν όμως. Εμείς με 90 ευρώ περνούσαμε δύο ή τρεις εβδομάδες. Όχι απαραίτητα επειδή οι γονείς μας δεν μπορούσαν να μας δώσουν περισσότερα, αλλά δεν μας περνούσε από το μυαλό να ξοδέψουμε παραπάνω. Τρώγαμε στη λέσχη, ο καφές ήταν ακόμα φθηνός και η μόνη πολυτέλεια που μας επιτρέπαμε ήταν το αλκοόλ. Κάποιοι δουλεύαμε και πίναμε τα ποτά μας με τα πουρμπουάρ. Όποιος έκλεινε πρώτος το μαγαζί, πήγαινε σε όποιον δεν έκλεισε ακόμα, κι όλοι μαζί κατέληγαν στο ξενυχτάδικο που δούλευα εγώ. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη που δούλευα στο στέκι μας, που έρχονταν οι φίλοι μου, που όταν χάζευα ο Βασίλης μου πετούσε φυστίκια για να πάω τις παραγγελίες.
Ήμουν αλήθεια ευτυχισμένη και δε φαντάστηκα ποτέ να έχω εσπρεσιέρα. Τα αυτονόητά τους δε μας επιτρέψαμε ούτε να τα φανταστούμε.