πως όλοι φεύγουμε
κι ο καθένας πάει αλλού
κι είμαστε σαν μια ακτίνα φωτός*
ξεκινήσαμε όλοι απ το ίδιο σημειο
και μετά...
διασκεδασμός.
και διασκέδαση :)
Θα πήγαινα εκεί. Κ αναρωτιόμουν πώς θα την αγαπήσω αυτή την πόλη και πώς δε θα την βαρεθώ,αφού είναι μικρή,και πώς θα με χωράει και για πόσο καιρό. Και η Ε.μου είπε στο τηλ «θα την αγαπήσεις όταν θα χεις κάτι να σε κρατάει εκεί. Φίλους, ‘φίλους’»..
Μετά από κάποιες μέρες έβγαλα δικό μου θεώρημα: δεν την αγαπάς την πόλη,την οποιαδήποτε πόλη,αν δεν την περπατήσεις μόνη σου. Αν δε νιώσεις τραγικά μόνη σου εκεί.
Ήταν Κυριακή και περπάτησα μόνη μου. Κι ύστερα κάθισα σ ένα πεζούλι στην παραλία και κάπνιζα. Και περίμενα να περάσει κάποιος άνθρωπος που να ναι κι αυτός μόνος του και να θέλει να μου κάνει παρέα. Κατά πάσα πιθανότητα θα του λεγα όχι. Είχα όμως την ανάγκη να ανταλλάξω μια κουβέντα μ έναν άνθρωπο ακόμα κι αν ήταν να του πω «φύγε».
Και τελικά άνθρωπος δεν ήρθε,ήρθε όμως σκύλος. Με μύρισε,κάθισε στο πεζούλι στο ύψος του κεφαλιού μου και με κοίταζε. Κι είχα τρομερή όρεξη να κάνω παρέα στον σκύλο. Αλλά μετά ήρθε ένας φίλος του,σκύλος κι αυτός,κι εγώ τα σκυλιά το φοβάμαι όταν είναι πολλά μαζί κι έφυγα. Κι ένιωσα πολύ αγενής απέναντι στον σκύλο κι ήθελα να του ζητήσω συγγνώμη αλλά μετά έφυγε κι αυτός απ το πεζούλι,λες και δεν είχε νόημα να κάθεται εκεί χωρίς εμένα.
Και ύστερα γύρισα πίσω,εδώ, κι αναρωτιόμουν τι κάνω εγώ εδώ,εγώ εκεί ήθελα να μείνω.