Κι είναι περίεργο να το αισθάνεσαι αυτό για πράγματα πρωτόγνωρα.
Είναι που ξέρεις πως κάποτε θα σου λείπουν
και θα σου δημιουργούν αυτή τη γλυκόπικρη αίσθηση
πως τότε ήσουν λίγο χαρούμενος
—και λίγο δεν ήσουν—
αλλά είχες καλούς φίλους
που τραγουδούσαν ωραία τραγούδια
και που σε έκαναν να θες κι εσύ να τραγουδάς
—και παραδόξως να μην τα πηγαίνεις και άσχημα.
Που σε έκαναν να περνάς όμορφα τις άσχημες μέρες
—τις πάρα πολύ άσχημες μέρες—
και που τις νύχτες σε άφηναν να κλαις και να λιώνεις τη μάσκαρα
και να σου σκουπίζουν τα μάτια με χαρτί κουζίνας.
Να τους λες "τον αγαπώ"
και να σου λένε "το ξέρω κοριτσάκι μου"
κι ύστερα να κοιμάσαι δίπλα στους αγαπημένους σου άνθρώπους
και να μην πειράζει τόσο πολύ.
Κι ύστερα να ξυπνάς και να είναι κι αυτός εκεί.
Και να σε κάνει να γελάς και να σ' αγκαλιάζει σφιχτά
και να νιώθεις τόσο τυχερή που τον έχεις κάπως
και τόσο άτυχη που δεν τον έχεις κάπως αλλιώς.
Κι ύστερα να μπαίνεις στο αμάξι με την κολλητή και να φεύγεις
και να βάζεις τα κλάματα στη διαδρομή
και να σου κρατάει το χέρι όταν δεν αλλάζει ταχύτητες.
Ύστερα να φτάνεις σπίτι, να αγαπάς τη μαμά σου, να σου 'χει λείψει
αλλά να μη θες να σε δει ξανά να κλαις
γιατί σ' έχει δει τόσο πολύ κλαμένη που είναι κρίμα.
Να την αγκαλιάζεις σφιχτά και να της λες πως την αγαπάς
και να περιμένεις να φύγει απ' το σπίτι
για να βάλεις αυτό το τραγούδι πάλι
και να κλαις μέχρι να μην μπορείς άλλο.
Hey.
Ok.