Θα πάμε για καφέ στον πύργο του ΟΤΕ Θα πρέπει να μου πεις αν τώρα ή ποτέ Θα ζαλίζομαι όπως πάντα εν κίνηση Μα εσύ θα ‘χεις και πάλι προνοήσει Θα κεράσεις δραμαμίνη Θα κεράσω τον καφέ
Έξι μοίρες το λεπτό θα μας γυρίζει Μα εκεί πάνω γιασεμί δε θα μυρίζει Θα βρωμάει εγκατάλειψη και ΔΕΘ Με θέα μια κατάληψη και ΜΕΘ
Μου λες να φύγουμε από κει Εμείς δεν είμαστε αστοί Στο Βελλίδειο έχουμε δει Patti Smith και τους HIM
Θα περπατάμε στη Στρατού που στον Στρατό δεν ανήκει Είναι δικιά μας κι αυτή κι όλη η Θεσσαλονίκη
Θα μ’ αφήσεις λίγο κάτω απ’ το Lycée Θα ρωτήσεις αν σε σκέφτομαι ποτέ Θα γελάσω και θα πω “Έξι μοίρες το λεπτό”.
Θα υποφέρω. Θα περπατάω μόνη μου στο πάρκο τη νύχτα. Θα υποκρίνομαι πως δεν έχω κανέναν στον κόσμο και θα κουβαλάω αυτό το αδιέξοδο βλέμμα. Θα καπνίζω και κάθε λίγο θα δακρύζω.
Θα γίνω από αυτούς που υποφέρουν για την τέχνη. Το κορίτσι που εννοούν όταν λένε "βρες ένα κορίτσι που να γράφει". Θα στέλνω γράμματα με κραγιόν Θα υπογραμμίζω με μολύβι ματιών Θα κλαίω όταν φεύγεις και θα αδιαφορώ όταν έρχεσαι.
Η Ρίτα έπινε το κακάο της στο ημιυπόγειο μπαράκι της Αλεξάνδρου Σβώλου. Το μπαράκι είχε ονομαστεί από συγγραφέα και ο δρόμος από σοσιαλδημοκράτη. Παλιότερα λεγόταν πρίγκιπος Νικολάου, που μπορεί να ήταν λιγότερο δημοκρατικό μα σίγουρα ήταν περισσότερο εύηχο. Το όνομα της Ρίτας πάντως δεν προερχόταν ούτε από βασιλική ούτε από εργατική οικογένεια, αλλά από οικογένεια βασικά ροκ. Οι γονείς της αγαπούσαν τα Ξύλινα Σπαθιά και τις δισύλλαβες λέξεις που ξεκινούσαν από ρο. Καθώς δε μισούσαν το παίδι τους — τουλάχιστον όχι περισσότερο από τους υπόλοιπους γονείς, όχι περισσότερο από τον φυσιολογικό βαθμό αποστροφής προς ένα πλάσμα που θα σου στερήσει για πάντα την προτεραιότητα — και έχοντας αποκλίσει τα ονόματα Ρόζα και Ρωξάνη, το Ρίτα έμοιαζε με επιλογή σοφή και πονόψυχη.
Η Ρίτα αγαπούσε το όνομά της, τα Ξύλινα Σπαθιά και το κόκκινο χρώμα, και ήξερε καλά πως κόκκινο δεν ήταν το χρώμα του έρωτα. Ήξερε πως ο έρωτας κλιμακωνόταν από ροζ, σε ματζέντα, σε μωβ — ανάλογα με τη μελανιά. Ήξερε πως η αγάπη ήταν λευκή σαν σατέν σεντόνι και πως σίγουρα κόκκινη ήταν η ματαιότητα. Η Ρίτα ήξερε κάτι και από ματαιότητα, καθώς είχε αποτύχει και σαν μηχανικός και σαν αυτόχειρας. Κάποιος που θα την κοιτούσε μέσα από έναν πιο αισιόδοξο φακό, ίσως έναν φακό iPhone 15 Pro, μπορεί να έλεγε πως είχε επιζήσει και το πανεπιστήμιο και την κατάθλιψη. Τα τζάμια όμως που χωρίζουν τα ημιυπόγεια μπαράκια από τα βρώμικα πεζοδρόμια, δε διαθέτουν τέτοιους φακούς.
Δακρύζω γιατί ξαφνικά παρατηρώ πως είχα ξεχάσει το όνομά μου.
Θυμάμαι εκείνο το βιβλίο της Ούρσουλα Λε Γκεν.
Προκειμένου να δαμάσει και να ελέγξει κανείς τα ζώα και τα στοιχεία της φύσης, έπρεπε να γνωρίζει τα αληθινά τους ονόματα, που είχαν χαθεί πριν χιλιάδες χρόνια.
Όλοι τώρα χρησιμοποιούσαν άλλες λέξεις για να περιγράψουν τα πράγματα κι ήταν σαν όλοι να είχαν μπλεχτεί σε ένα κοινώς αποδεκτό ψέμα.
Έτσι κι εγώ δε με γνωρίζω στ' αλήθεια
και είναι τόσο δελεαστικά αυτά τα ψέματα.
Γι άλλη μια φορά το ραδιόφωνο αποδεικνύει την αξία του.
Τώρα με φωνάζει με το όνομά μου.
Κ νιώθω το χρέος να το θυμάμαι.
Αυτό είναι το δικό μου μεγάλο χρέος.
Κανένα σώσιμο κανενός πλανήτη.
Καμία ανατροπή καμίας κατάστασης.
Το δικό μου χρέος είναι να με γνωρίσω,
να με αποδεχτώ,
κι ίσως μέχρι και να με αγαπήσω.
Έλα.
Απόρριψέ με τώρα γι αυτό.
Απόρριψέ με για την κενότητα και τον εγωισμό μου.
Απόρριψέ με που τολμάω να ασχολούμαι με όσα απαξιώνεις.