Είχες το βλέμμα που σακάτεψε τη μοίρα μου
και μια σιωπή που τη στοιχειώναν μυστικά
ένα κατώφλι που περίμενε το τίποτα
και μια γάτα που τη λέγαν Σύλβια Πλαθ
Είχες μια χούφτα σκόνη αστέρια στην παλάμη σου
έτσι όπως γύριζες στον ύπνο σου γλυκά
μια κουρασμένη αγάπη, κρύα, λεία στην αγκάλη σου
κι ένα θάνατο αργό στα γιασεμιά
Κι εγώ που δε σε γνώριζα μα πάντα σ αγαπούσα
κι εγώ που σε φοβόμουνα και στη σκιά σου ζούσα
είχα ένα ψέμα για να ζω και εκτοξευμένος στο κενό
δε μπόρεσα να θυμηθώ γιατί πονούσα
και μια σιωπή που τη στοιχειώναν μυστικά
ένα κατώφλι που περίμενε το τίποτα
και μια γάτα που τη λέγαν Σύλβια Πλαθ
Είχες μια χούφτα σκόνη αστέρια στην παλάμη σου
έτσι όπως γύριζες στον ύπνο σου γλυκά
μια κουρασμένη αγάπη, κρύα, λεία στην αγκάλη σου
κι ένα θάνατο αργό στα γιασεμιά
Κι εγώ που δε σε γνώριζα μα πάντα σ αγαπούσα
κι εγώ που σε φοβόμουνα και στη σκιά σου ζούσα
είχα ένα ψέμα για να ζω και εκτοξευμένος στο κενό
δε μπόρεσα να θυμηθώ γιατί πονούσα
Σε μένα έρχεσαι μην ξέροντας γιατί
Στο φως κουρνιάζεις και βουρκώνεις δίχως λόγο
Και γυροφέρνεις τους εφιάλτες σου βουβή
Με την καρδιά σου να χτυπάει απ' το φόβο.
Σε μένα έρχεσαι μην ξέροντας γιατί
Κι αναστενάζεις καθώς λάμπει ο Αποσπερίτης
Ένας λυγμός είναι αγάπη μου η ζωή
Κάποιου που κλαίει στα βουνά της Αφροδίτης.
Σε μένα έρχεσαι μην ξέροντας γιατί
Κάτι απ' την κόλαση σου ανήκει της ζωής μου
Κάτι απ' τα βράδια που πεθαίναμε μαζί
Και σκότωνα κορυδαλούς
Να μην ακούω τη φωνή μου
Ήταν τα χρόνια μας πληγές
Σε κουρασμένες φτέρνες
Φωνές που αντήχησαν νεκρές
μέσα σε άδειες στέρνες
Δίχως να τους αποκριθεί
Η ηχώ έστω μιας απάτης
Κάτι σαράβαλες καρδιές
Στο τσίρκο της αγάπης..
Κάτι σαράβαλες καρδιές
Στο τσίρκο της αγάπης..
Η ανάσα σου ήτανε η πρώτη μου πατρίδα
κι η μυρωδιά σου ήταν ο πρώτος μου εθισμός
Πάει καιρός που έχω φύγει από τη Θήβα
και περιφέρομαι σακάτης και τυφλός
Καθαγιασμένος στα νερά της λησμονιάς σου
Εξουθενωμένος από τα έργα και τις μέρες σου
Θητεύω δίπλα σε αγάπες ξοφλημένες
γιατί τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου
Παραχωρώ τ' άθλιο κορμί,τις πληγές μου
να εξασκηθούν οι μανιακοί και οι αρχάριοι
Θεέ μου, πώς ξεράθηκαν έτσι οι πηγές μου
που ξεδιψούσαν ναυαγοί λεγεωνάριοι
Και θα πληρώνω σαν αντίτιμο στο χρόνο
τη μοναξιά για όλα τα χάδια που ζητούσα
Για την αγάπη που με βύθισε στο πόνο
κι έτσι σακάτεψα εσένα που αγαπούσα
Άραγε θα θυμάται κάποιος τ' όνομά μας
Της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια
τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας;
Άραγε υπήρξαμε ποτέ; στα όνειρα μας!
κι η μυρωδιά σου ήταν ο πρώτος μου εθισμός
Πάει καιρός που έχω φύγει από τη Θήβα
και περιφέρομαι σακάτης και τυφλός
Καθαγιασμένος στα νερά της λησμονιάς σου
Εξουθενωμένος από τα έργα και τις μέρες σου
Θητεύω δίπλα σε αγάπες ξοφλημένες
γιατί τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου
Παραχωρώ τ' άθλιο κορμί,τις πληγές μου
να εξασκηθούν οι μανιακοί και οι αρχάριοι
Θεέ μου, πώς ξεράθηκαν έτσι οι πηγές μου
που ξεδιψούσαν ναυαγοί λεγεωνάριοι
Και θα πληρώνω σαν αντίτιμο στο χρόνο
τη μοναξιά για όλα τα χάδια που ζητούσα
Για την αγάπη που με βύθισε στο πόνο
κι έτσι σακάτεψα εσένα που αγαπούσα
Άραγε θα θυμάται κάποιος τ' όνομά μας
Της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια
τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας;
Άραγε υπήρξαμε ποτέ; στα όνειρα μας!
Να κρατιέμαι από πάνω σου όταν πονώ
και να γέρνω αργά το κεφάλι στον ώμο,
που δεν τρέμουν τα χέρια σου όλο να φθονώ
δίκαιος φθόνος σ ‘άδικο της ζωής νόμο
Ν ‘αφουγκράζομαι δάκρυα και γέλια υγρά
και ν ‘αφήνω στο βλέμμα σου ένα άκοσμο χάδι
που γεμίζεις μ ‘ανάσες καθώς ξεψυχά
το καλύτερο νιότης αν θες μας το βράδυ
Να κουρνιάζω ερείπιο στα ερείπια επάνω
και να φτύνω σιωπές σ ‘άλλες δυο μου ζωές
που δε τρέχουν τα σύννεφα και πως ν ‘ανασάνω
με πατζούρια κλειστά και θνητούς πνεύμονες.
Να φωλιάζω κρυφά στις ρυτίδες της νιότης
και να ψέλνω αργά το τραγούδι της μάνας
που δεν τρέμουν τα χέρια σου εγώ είμαι ο πότης
είμαι μέτρο, ρυθμός, η ωδή και ο Πάνας
Δεν αντέχουν τα πόδια μου να τρέξουν κοντά σου
σαν κισσός να τυλίξω το κορμί σου που θέλει
που δε θέλει όμως φίδι να γίνει, φαντάσου
να σταλάξει αρμύρα από άγριο μέλι
και να γέρνω αργά το κεφάλι στον ώμο,
που δεν τρέμουν τα χέρια σου όλο να φθονώ
δίκαιος φθόνος σ ‘άδικο της ζωής νόμο
Ν ‘αφουγκράζομαι δάκρυα και γέλια υγρά
και ν ‘αφήνω στο βλέμμα σου ένα άκοσμο χάδι
που γεμίζεις μ ‘ανάσες καθώς ξεψυχά
το καλύτερο νιότης αν θες μας το βράδυ
Να κουρνιάζω ερείπιο στα ερείπια επάνω
και να φτύνω σιωπές σ ‘άλλες δυο μου ζωές
που δε τρέχουν τα σύννεφα και πως ν ‘ανασάνω
με πατζούρια κλειστά και θνητούς πνεύμονες.
Να φωλιάζω κρυφά στις ρυτίδες της νιότης
και να ψέλνω αργά το τραγούδι της μάνας
που δεν τρέμουν τα χέρια σου εγώ είμαι ο πότης
είμαι μέτρο, ρυθμός, η ωδή και ο Πάνας
Δεν αντέχουν τα πόδια μου να τρέξουν κοντά σου
σαν κισσός να τυλίξω το κορμί σου που θέλει
που δε θέλει όμως φίδι να γίνει, φαντάσου
να σταλάξει αρμύρα από άγριο μέλι
Η αλήθεια είναι πως μου είναι πολύ δύσκολο να πω ποιο απ τα παραπάνω είναι το αγαπημένο μου...Αλλά ίσως μπορώ να πω πως το άγριο μέλι είναι ο αγαπημένος μου συνδυασμός στίχων-μουσικής.Αλλά το βραβείο των στίχων το κερδίζει από μένα το κάτι σαράβαλες καρδιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου