Δε θυμάμαι τι είδα στον ύπνο μου αλλά ξύπνησα με το "εδώ μωρή εδώ θα λέγεσαι Μαρία" κολλημένο στο μυαλό μου. Άρα μάλλον τίποτα καλό· πάλι.
Ξύπνησα επίσης με έναν παλιό γκόμενο στο μυαλό μου και διάφορες στιχομυθίες μαζί του, που με οδήγησαν στην εξής διαπίστωση: είναι κάποιοι άνθρωποι που στ' αλήθεια σ' αγαπάνε και θέλουν να σε προσέχουν με όποιον τρόπο μπορούν (όχι ότι αυτός είναι ή δεν είναι ο ορισμός της αγαπής, κάποιοι όμως έτσι το αντιλαμβάνονται). Κι είναι και κάποιοι άλλοι που απλά ξέρουν να λένε ότι σ' αγαπάνε και των οποίων η προστασία είναι περισσότερο μια υποτίμηση του στυλ "είσαι εύθραυστη — με χρειάζεσαι". Που, σόρρυ κιόλας, αλλά δεν είμαι. Και μην ξαναπώ την άποψή μου για αυτό το περιβόητο "σε χρειάζομαι".
Περίεργο ξύπνημα που λέτε.
Ίσως να ξορκίζεται με P!nk.
~ The last person in the room she hugged
Was the person that she loved the most
Nobody noticed that I was down on the rug
I'm getting better at becoming a ghost ~
I know that you want more
But would you fight for my love? ~
It's such a pleasure, to sing with you together
Making love when there is nobody home
But I can't kiss you 'til you lift up your chin
You have to want to stop being alone
Με αφορμή αυτή τη φωτογραφία, μία λεζάντα και μία στιχομυθία που ακολούθησε, σκέφτηκα πως απ' τη μία είναι ο Μαρξ Μάρβελους, που είχε αποτύχει και σαν ιδιοφυΐα και σαν παλιάνθρωπος, κι απ' την άλλη είναι κάτι άλλοι τύποι, που έχουν πετύχει και στα δύο.
Eίχα βγει με φίλες από το σχολείο.
Φουλ κυριλέ μαγαζί.
Φορούσα φόρμες.
Ήπια Sailor Jerry.
8 ευρώ.
Έφυγα.
Δε φύγαμε όλες· εγώ έφυγα.
Διασχίζω την Αριστοτέλους μέσω Ερμού.
Ένας τύπος διασχίζει την Ερμού μέσω Αριστοτέλους.
Φοράει μπασκετικό σορτς, κοντομάνικο, κι έχει τσάντα πλάτης.
Σταματήσαμε και οι δύο για να περάσει ο άλλος.
Χαμογελάσαμε.
Συνεχίσαμε.
Σκέφτηκα "αλληλεγγύη μεταξύ Σαλονικιών που βγήκαν έξω με φόρμες Σάββατο βράδυ".
Πάω στο στέκι μου.
Το Sailor Jerry έχει τελειώσει.
Captain Morgan τότε. Με δύο παγάκια.
Κερασμένο, γιατί έτσι.
Γιατί "είμαι δικό τους παιδί".
Όπως είπε κι η Πέννυ "κάπως έπρεπε να ισορροπήσει το βράδυ".
Το στέκι μου έπαιζε Cure και μετά Madrugada και μετά θυμάμαι το don't you forget about me.
Τα λεωφορεία —όπως και τα σουτιέν—
δε μου αρέσει να τα χρησιμοποιώ όταν δεν είναι ανάγκη.
Ανάγκη δεν ήταν, κι έτσι περπάτησα όπως κάνω σχεδόν πάντα.
Δε φοβάμαι πολλά πράγματα και η άδεια πόλη τη νύχτα δεν είναι ένα από αυτά.
Ωστόσο αναγνωρίζω πως το βράδυ είναι πιο επικίνδυνο από τη μέρα
κι έτσι δεν έβαλα μουσική στον δρόμο. Δεν πειράζει, σκέφτηκα, θα ακούσω Madrugada στο σπίτι.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ακούσω κάτι τριζόνια έξω από τη ΔΕΘ
κι αυτό μου άρεσε.
Όταν έφτασα σπίτι η fitness εφαρμογή μου —ναι, έχω τέτοιο πράγμα—
με ενημέρωσε πως έκανα 3974 βήματα σήμερα
κι εγώ για σήμερα δεν έχω ξυπνήσει ακόμα.
Απλώς είναι μετά τις δώδεκα.
Σκέφτηκα πόσα χρόνια έχει ν' αλλάξει η μέρα στις δώδεκα.
Πόσα χρόνια έχει ν' αλλάξει ο χρόνος τον Ιανουάριο.
Και πόσες άλλες τέτοιες συμβάσεις δε μας ταιριάζουν καθόλου.
Ύστερα έβαλα Madrugada κι έφτιαξα ωραίες εικόνες στο μυαλό μου
χωρίς να τις περιβάλλω με δυσοίωνες υποθέσεις και σενάρια,
πράγμα σπάνιο.
Ελπίζω σήμερα να μη δω εφιάλτη.
Ύστερα σκέφτηκα πόσο καιρό έχω να δω καλό όνειρο
και πως αν είναι τα όνειρά μου να μείνουν ως έχουν
τότε καλύτερα να μη βλέπω καθόλου όνειρα.
Το κλίμα της Θεσσαλονίκης δεν εγγυάται εύκολο ξύπνημα
και το μυαλό μου τα κάνει όλα χειρότερα.
Την ημέρα κάπως τα καταφέρνω·
όχι επειδή μου αρέσει ο ήλιος.
Το φεγγάρι μου αρέσει περισσότερο.
Αλλά —όσο παράδοξο κι αν ίσως φαίνεται—
είναι τόσο πιο εύκολο να κρυφτείς τη μέρα.
In plain sight που λένε.
Σχεδίαζα πολλά για την επιστροφή μου.
Να διαβάσω πολλή λογοτεχνία.
Να διαβάσω για τα μαθήματα.
Να περπατάω πολύ.
Να πίνω λίγο.
Να τρώω ελαφριά.
Να γελάω όσο μπορώ
και να κλαίω όσο λιγότερο μπορώ.
Ήθελα να κάνω αυτό που λέμε reinvent yourself.
Αυτή ήταν μια βδομάδα που έκανα πολλά από αυτά τα πράγματα.
Χτες ήταν μια μέρα που έκανα πολλά από αυτά τα πράγματα.
Είχε δροσιά, ο καιρός ήταν ξεκάθαρα φθινοπωρινός,
τόσο που μου ερχόταν να του απευθυνθώ σα να είναι άνθρωπος
και να του πω ευχαριστώ.
Τα πλατάνια στην Αγίου Δημητρίου άρχισαν να ρίχνουν τα φύλλα τους.
Κάθε καλοκαίρι αυτό μου φαίνεται εξίσου περίεργο·
κάθε καλοκαίρι αναρωτιέμαι αν και πέρυσι πέσαν τόσο νωρίς τα φύλλα.
Περπατούσα λοιπόν στη δροσιά, στο στρωμένο με φύλλα πεζοδρόμιο,
άκουγα μουσική και έβλεπα άλλους ανθρώπους να κινούνται
στην ίδια ή στην αντίθετη κατεύθυνση
και σκέφτηκα πως ίσως θα μπορούσα να γίνω από αυτούς τους ανθρώπους
που είναι εντάξει στις υποχρεώσεις τους,
που κάθε μέρα περπατάνε ή τρέχουν ή κάνουν ποδήλατο,
που ποτέ δεν παραμελούν τα βιβλία στο κομοδίνο τους,
που πίνουν μία μπύρα ή ένα ποτήρι κρασί ή στο τσακίρ κέφι ένα ποτό
—πάντα όμως μόνο ένα.
Ίσως να μπορούσα να γίνω μία από αυτούς.
Αυτή η σκέψη όμως με άγχωσε ή με απογοήτευσε ή με στεναχώρησε,
δεν ξέρω.
Σκέφτηκα όλα αυτά κλεισμένα σε κουτιά·
σκέφτηκα όλα τα πράγματα κλεισμένα σε κουτιά·
σκέφτηκα εμένα κλεισμένη σε κουτί
κι όλο αυτό άρχισε να με πνίγει
κι εγώ άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα.
Μετά όμως ηρέμισα.
Μετά είπα στον εαυτό μου
"Δε χρειάζεται να ομαδοποιείς τους ανθρώπους.
Είναι μάλλον προσβλητικό για όλους αυτούς που περπατάνε στον ίδιο δρόμο
να τους έχεις στο μυαλό σου σε κουτιά.
Δεν ξέρεις για τη μέρα τους, δεν ξέρεις για το μυαλό τους,
δεν ξέρεις ο καθένας από τι τρέχει να ξεφύγει.
Όπως αυτοί δεν ξέρουν για σένα.
Οπότε δε θα γίνεις 'τέτοιος άνθρωπος', δεν υπάρχει 'τέτοιος άνθρωπος'.
Υπάρχουν μόνο άνθρωποι με ίδιες συνήθειες και άνθρωποι με διαφορετικές.
Κι αν κάποια συνήθεια θέλεις να την αποκτήσεις,τότε προσπάθησέ το.
Κι ίσως μετά να μη χρειάζεται να τρέχεις·
ίσως να αρκεί το κυριολεκτικό τρέξιμο."
Στο γυρισμό το ραδιόφωνο έβαλε το fighter.
Στο γυρισμό έτρεξα.
No I won't be no runaway
But what makes you think I'm enjoying being led to the flood?
— Έχεις βασιστεί ποτέ σε κάποιον; — Τι εννοείς; — Να βασιστείς, να μπορεί ο άλλος αν θέλει να σε καταστρέψει. — Όχι, γιατί θα έπρεπε;
~ — Μόνο έρωτα μπορεί να περιγράψει αυτή η κατάσταση. — Για έρωτα μιλάμε. — Ε, δεν το 'χω πάθει και πολλές φορές. Την εξής μία. — Το ξέρω. Και; — Ε και δεν έχει σημασία, ήταν μακριά. — Που σημαίνει πως δεν μπορούσε να σε πληγώσει. — Κι όμως τα κατάφερε μια χαρά. — Ακριβώς.
~
Ναι, οκ, ξέρω το να κρατάς κυριολεκτική ή μεταφορική απόσταση από τους ανθρώπους ποτέ δε θα σε προστατεύσει από το αναπόφευκτο. Αλλιώς θα 'χε ένα κάποιο νόημα η προσπάθεια να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορείς να σε προστατεύσεις είναι να μην κάνεις πράγματα που σε πληγώνουν· ο τρόπος να μη νιώθουμε πράγματα που θα μας πληγώσουν δε μοιάζει να έχει βρεθεί ακόμα.
Έχω μια εντελώς ηλίθια διάθεση αυτές τις μέρες που μοιάζει πολύ με παραίτηση. Αλλά δε μου αρέσει αυτό, δε μου αρέσει να με λυπάμαι ούτε εγώ ούτε και κανένας άλλος και σκέφτομαι πως αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που οι άνθρωποι κρατάνε μυστικά. Γιατί κρατάς εσύ το μυστικό σου; Πάω στοίχημα πως είναι για να μη σε λυπηθούν, για να μη σε μισήσουν, για να μη νιώσουν οι άλλοι κάτι για σένα που εσύ θεωρείς μη αποδεκτό. Για να μη νιώσουν οι άλλοι κάτι για σένα που φοβάσαι μην τυχόν το νιώσεις εσύ για τον εαυτό σου.
Δε μου άρεσε λοιπόν η διάθεσή μου κι έτσι έβαλα μπρος. Διπλωματική και πολύ ανηφορικό περπάτημα. Λίγο διαβάζεις, λίγο δουλεύεις, λίγο περπατάς· και νιώθεις πως ιδρώνοντας αποβάλεις κακά συναισθήματα και αυτό δε νομίζω πως απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Τα ιδρώνεις, τα στάζεις σε πεζοδρόμια, τα σκουπίζεις με τα χέρια και τα ρούχα σου, γυρνάς σπίτι, τα ξεπλένεις με petit marseillais βανίλια. Τα στεγνώνεις. Στεγνώνεις. Κι είσαι έτοιμη.
Έτοιμη να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου, να σκεφτείς "δεν πήγε κι άσχημα σήμερα" κι ύστερα ίσως να βάλεις τα κλάματα ενώ θα σκέφτεσαι πως η καθημερινότητα είναι για άλλους πολύ πιο ανώδυνη. Πιο εύκολη. Όχι κατόρθωμα για το οποίο συγχαίρουν τους εαυτούς τους.
Αλλά δε βαριέσαι; Εγώ σήμερα χαίρομαι γιατί ο ήλιος κρύφτηκε και φυσάει.
Κι όταν κατέβηκα να πετάξω τα σκουπίδια άρχισε να βρέχει και βρεχόμουν.
Τίποτα πιο λυτρωτικό.