Αντικατέστησα τον γαλλικό με φραπέ για να πειστώ πως έχει καλό καιρό. Ή επειδή έχω πειστεί. Του ριξα μέσα και 2 παγάκια σε σχήμα καρδιάς και έμπηξα φούξια καλαμάκι στον αφρό του.
Μετά έβαλα φσίτ στη μύτη μου –είναι βουλωμένη- και θυμήθηκα τον ωριλά.
«θα σου αλλάξω αποσυμφορητικό, αυτό εδώ προκαλεί εθισμό»
Γέλασα* σκέφτηκα πως ο γιατρός δεν ξέρει σε τι είναι πραγματικά εθισμένη η μύτη μου: στη μυρωδιά σου.
Κατάλαβε πως το θέμα με τον εθισμό ακούστηκε πολύ σοβαρό και διόρθωσε βιαστικά:
«εννοώ πως μετά από πολλές χρήσεις η μύτη το συνηθίζει και δεν ανακουφίζει τα συμπώματα».
Α τότε γράψε λάθος. Εσένα η μύτη μου δε σε συνηθίζει* είναι αυτό που λέμε κάθε φορά πρώτη φορά κι είναι όλα καινούρια και πρωτότυπα και βρεφικά εύθραυστα**
Δηλαδή δεν είναι εθισμός.
Λατρεία είσαι.
Μετά μάζεψα τα μαλλιά μου με κοκαλάκι και θυμήθηκα καλοκαίρι. Και σκεφτηκα πως αυτό είναι το καλοκαίρι: η εποχή που μαζεύω τα μαλλιά μου.
** μαλβίνα, το χω ξαναπει και θα το λέω συνέχεια =)
Είναι παράξενο να χεις ακόμα αυτή τη φωτογραφία. Είναι παράξενο γιατί τότε πήγαινα τρίτη γυμνασίου, μου χωρούσε ακόμα εκείνο το μικροσκοπικό τζην, άκουγα HIM, έβαφα τα νύχια μου μαύρα, φορούσα πέντε δαχτυλίδια –τρία στο δεξί και δύο στο αριστερό. Είχαμε πάει με το σχολείο στη Γαλλία και κάποιος μ έβγαλε φωτογραφία όταν με πήρε ο ύπνος στο πούλμαν –κάπου ανάμεσα στη Νορμανδία και το Παρίσι.
Είναι παράξενο γιατί τώρα ούτε ΗΙΜ ακούω ούτε τα νύχια μου βάφω μαύρα. Τα βάφω σκούρο φουξ ή κόκκινα. Τις προάλλες δοκίμασα το τζην και μου χωρούσε. Μου είπες «βάλε κανα δυο κιλά» κι εγώ έχασα τρία. Αλλά έχεις ακόμα τη φωτογραφία. Θυμάμαι όταν ήρθε σπίτι μου εκείνος ο φίλος σου και είδε τη φωτογραφια κολλημένη στη βιβλιοθήκη και μου είπε «α αυτή την έχει κι ο ~ στο κινητό του και χαίρεται» =)
Ήθελα να γράψω πολλά. Αλλά δεν μου ρχεται τίποτα άλλο εκτός από..ξέρεις.
Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια
πως μπαίνει μέσα σε παλιέςφωτογραφίες
ξέρει αν μπορούσε θα κανε μία απ'τα ίδια
αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες
Ανοίγει διάπλατα η πόρτα μου όταν έρχεσαι Και πλημμυρίζει μουσικές η κάμαρά μου Τρέχουνε πίσω σου οι καρέκλες να μην στέκεσαι Κι απ' το παράθυρο το σκάει η ερημιά μου
Τρελό κοκτέιλ σου σερβίρει το ποτήρι μου Τα κρύα χείλη του γυρεύουν τα δικά σου Τσιγάρο σκέτο σου προσφέρει το πακέτο μου Κι όλα τα σπίρτα μου ανάβουν στο άγγιγμά σου
Να γράφεις να τηλεφωνείς και ας μη μένει εδώ κανείς Αφού το ξέρω θα χαθείς τόση αγάπη δεν μπορείς Να γράφεις να τηλεφωνείς και ας μη μένει εδώ κανείς
Κλείνουν αθόρυβα οι κουρτίνες όταν γδύνεσαι και η κρεμάστρα μου τα ρούχα σου μαζεύει Τα Φώτα παίζουνε την ώρα που μου δίνεσαι Και το κρεβάτι μου άγριο χορό χορεύει
Μαντήλι κόκκινο σκουπίζει τον ιδρώτα σου Και η μαύρη χτένα μου χαϊδεύει τα μαλλιά σου Κρύβεται μες στο κομοδίνο το ρολόι μου Για να κερδίζω δευτερόλεπτα κοντά σου
Μια πάχνη πέφτει στον καθρέπτη μου όταν ντύνεσαι Και μία πίκρα το δωμάτιο πλημμυρίζει Εγώ κοιμάμαι να μη δω που απομακρύνεσαι Και η ερημιά μου απ' το παράθυρο γυρίζει
Ξέρεις τι έχω ανάγκη? Έχω ανάγκη κάποιον να με συνεφέρνει όταν μου περνάει απ το μυαλό πως μπορεί και να έχω ξεχάσει εσένα.
Αφού δε γίνεται. Και στο λέω με μαθηματική ακρίβεια. Είναι άτοπο, πώς το λένε? Κι ο μόνος λόγος που καμιά φορά αραιώνει η επικοινωνία μας είναι γιατί δεν αντέχουμε να θέλουμε κάποιον τόσο πολύ ή να μας θέλει κάποιος τόσο πολύ. Τόσο πολύ. Κι αυτό που σου είπα είναι αλήθεια. Είναι αλήθεια πως μόνο σ εσένα μπορώ να πω ό,τι μου κατάβει στο κεφάλι κι όσο κακό ή άδικο και να ‘ναι να κάτσεις να το συζητήσουμε πολιτισμένα. Χωρίς φωνές. Ή με φωνές. Με τις καλύτερες φωνές που άκουσε ποτέ αυτός ο κόσμος.
Γιατί εγώ εκείνον τον καβγά δεν τον ξεχνάω. Είναι η πιο αγαπημένη μου απτις συζητήσεις που έκανα ποτέ με άνθρωπο. Την αγαπάω αυτή τη συζήτηση. Και σήμερα διάβαζα Σώτη στο κρεβάτι, τα κινέζικα κουτιά, κι εσύ μου στειλες μήνυμα και το μήνυμα έλεγε μόνο «τι θα κάνουμε ρε?». Και δεν ξέρω αν είναι επειδή όλα φαίνονται ομορφότερα όταν διαβάζεις Σώτη αλλά είπες ακριβώς αυτό που ήθελα να ακούσω εκείνη την ώρα. Τι θα κάνουμε ρε.
Δεν ξέρεις. Κι εγώ δεν ξέρω. Κι αφού δεν ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε ας σκεφτούμε τουλάχιστον τι δε θέλουμε να χάσουμε. Ναι, αυτό είναι πιο απλό. Θέλουμε να μιλάμε. Δεν μπορούμε να μη μιλάμε. Και θέλω να βλεπόμαστε. Θέλεις να βλεπόμαστε. Κι όταν βλεπόμαστε γάμησέ τα.
Αλλά έτσι είναι. Έτσι ήταν πάντα. Τίποτα συγκεκριμένο, τίποτα που να χει όνομα. Μόνο εμείς. Εγώ κι εσύ. Όχι σε συγκεκριμένο μέρος. Όχι με συγκεκριμένα λόγια. Χωρίς λόγια. Γιατί εμείς μπορούμε. Γιατί εμείς μόνο έτσι μπορούμε. Γιατί είμαστε εμείς. Γιατί έτσι ρε γαμώτο.
Γι αυτό:
Εσύ με ξέρεις πιο πολύ, απ' όλους στη ζωή μου
τα μαγικά ταξίδια μου, τα έκανες κι εσύ
Όταν η νύχτα μ' έστελνε, στα στέκια της ερήμου
για σένα ήταν πάντα απλό, να ψάξεις να με βρεις Σου λέω με ξέρεις πιο πολύ, απ' όλους στη ζωή μου
για σένα είναι πάντα απλό, να ψάξεις να με βρεις.
Κι απόψε, μες την έρημη την πόλη, που με βρήκες πάλι,
πάρε με κοντά σου
Κρύψε με μες το παλτό σου, κάνε με κορμί δικό σου ως την άκρη του μυαλού σου, ως την άκρη του ουρανού σου Τύλιξέ με στο κασκόλ σου, σαν παιδί σαν άγγελό σου να χαθώ στη μυρωδιά σου, να χωρέσω στ' όνομά σου
Η πόλη παίζει τη σκληρή, στα ενήλικα παιδιά της
κι αν λείπει το άλλο σου μισό, μισός μένεις κι εσύ
μα όταν μαζί σου περπατώ, στα έρημα στενά της
στο πέλαγος της μοναξιάς μου, γίνεσαι νησί
Η πόλη παίζει τη σκληρή, στα ενήλικα παιδιά της
κι αν λείπει το άλλο σου μισό, μισός μένεις κι εσύ.
είπα να βάλω και τους στίχους και να τονίσω μερικούς αλλά μου φάνηκε λίγο σκληρό..οπότε δε βαριέσαι..ας πούμε πως η αλάνις είναι ανοιξιάτικη..είναι δεν είναι?
Θέλω να γίνουν όλα όπως πριν. Το θέλω γιατί σήμερα μύρισα την τσάντα μου και με κάποιο διαβολεμένο τρόπο είχε τη μυρωδιά σου πάνω. Την γύρισα κόντρα στο φως γιατί κάτι έψαχνα και ήρθε κατά πάνω μου ένα κύμα που μύριζε ακριβώς όπως εσύ. Αλλά αυτο που έψαχνα δεν το βρήκα.
'Εψαχνα τα κονφετί. Την Τσικνοπέμπτη είπα στα γλυκά μου τα παιδιά τι πολύ που μ' αρέσουν τα κονφετί κι αυτοί άδειασαν το σακουλάκι πάνω μου. Και μ'άρεσε γιατί μετά το μπερεδάκι μου δεν ήταν μαύρο αλλά με πολύχρωμες πιτσιλιές. Λοιπόν η τσάντα γέμισε κι αυτή κονφετί αλλά δεν την άδειαζα επειδή μ'άρεζε που ο πάτος της δεν ήταν μαύρος αλλά με πολύχρωμες πιτσιλιές.
Μέχρι το Σάββατο. Μετά άδειασες εσύ εμένα κι έπρεπε να σε διώξω. Γιατί ξέρεις η Τσικνοπέμπτη είναι μια Πέμπτη κι αυτή και δεν άντεχα να έχω τα ίχνη της τόσο κοντά μου-στην τσάντα μου ας πούμε.
Ξύπνησα που λες την Κυριακή το πρωί και το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η στιχομυθία σου με οτν σχεδόν άγνωστο. Σκέφτηκα λοιπόν τη στιχομυθία και μετά σκέφτηκα τον συμπονετικό ταξιτζή που με πήρε πρέφα τα χαράματα που με γύριζε σπίτι και με ρώτησε τι έχω* δεν του είπα. "πάντως μη στεναχωριέσαι, είσαι πολύ όμορφη κοπέλα", για δες επιχείρημα, σκέφτηκα αλλά είπα ευχαριστώ πολύ και στιγμιαία χάρηκα.
Αλλά μετά έφυγε κι αυτή η σκέψη και το στιγμιαίο χαμόγελο. Δε θυμάμαι αν είχε κρύο, θυμάμαι μόνο που ένιωσα να πνίγομαι και βγήκα στο μπαλκόνι. Πήρα και την τσάντα μου μαζί και άδειασα τα κονφετί και φυσούσε αέρας και τα παίρνε μαζί του* άλλα όμως τα γύριζε πίσω σε μένα* που να σε πάρει δεν μπορώ να σε ξεφορτωθώ με τίποτα πια? Αλλά μη μασάς* ο αέρας παρεξήγησε την κίνησή μου και μου τα γύρισε πίσω -σου λέει τι θα γίνει αν αυτή το μετανιώσει και μετά ψάχνει τα κονφετί της? Ήταν μια παρεξήγηση ανάμεσα σε μένα και τον άερα. Την επόμενη φορά θα τον ορκίσω να τσακιστεί να πάρει τα κονφετί μη γίνουμε ρημαδιό εδώ μέσα.
κρίμα που μου ρχεται μόνο αυτό το τραγούδι στο μυαλό ---> βάλ'το στα πόδια