Το άκουσα προσεκτικά και βούρκωσα για να είμαι ειλικρινής.
Δεν το άκουγα για πρώτη φορά, ούτε του έδινα την πρέπουσα σημασία για πρώτη φορά.
Ούτε πρόσεχα αυτούς τους στίχους για πρώτη φορά:
Το ήξερα ότι θα είναι δύσκολη περίοδος.
Οι ώρες περνάνε με μία συχνά αφόρητη διαδοχή κλάματος και μη κλάματος.
Το κλάμα δε διαδέχεται η χαρά, ούτε η αισιοδοξία — πάρα μόνο το μη κλάμα.
Σήμερα δεν είχα τη δύναμη να σηκωθώ από τον καναπέ που αποτελεί το κρεβάτι μου για τώρα και για έναν μήνα ακόμα. Αγαπώ πολύ τον Σάκη και χαίρομαι που έχω έναν φίλο που διατίθεται να με φιλοξενήσει για ολόκληρο μήνα. Και είναι πολύ άνετος καναπές.
Αλλά σήμερα ένιωσα να με κατασπαράζει σαν κινούμενη άμμος,
σήμερα ένιωσα πως τα πόδια μου δεν μπορούν να συγκρατήσουν το βάρος μου,
σήμερα ένιωσα πάλι πως όλα είναι ένα βουνό που δεν έχω τον εξοπλισμό να σκαρφαλώσω.
Μου λείπεις κι εσύ κι αυτό τα κάνει όλα ασύγκριτα πιο δύσκολα, κάνει τον καναπέ να μοιάζει απελπιστικά αφιλόξενος.
Αλλά δε φταίει ο καναπές που δε μυρίζει σαν εσένα.
Προσπαθώ να θυμάμαι ότι με θες κι ότι σου λείπω και να συνεχίζω να πιστεύω πως νιώθεις σπουδαία πράγματα για μένα —γιατι το πιστεύω πως είναι σπουδαία— μα δε με βοηθάς κι εσύ, και πώς να με βοηθήσεις όταν έχεις κι εσύ ολόδική σου κινούμενη άμμο να παλέψεις. Το αποτέλεσμα παραμένει όμως: δε με βοηθάς. Και γι αυτό για ένα λεπτό πριν με πάρει ο ύπνος σε μισώ και σε βρίζω που είσαι απών με παραπάνω τρόπους από όσους προβλέπονται.
Σε μισώ και σε βρίζω και σε θέλω όπως η Μπίμπι εκείνο τον ντράμερ.
Ευχάριστο είναι να νιώθεις καλύτερα χωρίς να βελτιώνονται οι συνθήκες.
Δυσάρεστο είναι να νιώθεις χειρότερα χωρίς να επιδεινώνονται οι συνθήκες.
«Ένα ραντεβού, ε; Δε φαίνεσαι και πολύ ευτυχισμένη γι αυτό. Εδώ που τα λέμε, αγαπητή, αν μου επιτρέπεται να προχωρήσω τόσο πολύ, μου έδωσες την εντύπωση μιας ολότελα δυστυχισμένης γυναίκας. Και τα λέω όλα αυτά, παρ' όλο που ήσουν η μοναδική καλεσμένη αυτής της βραδιάς με κάποια αίσθηση χιούμορ. Που πάει να πει, ότι ήσουν η μοναδική καλεσμένη με κάποια δόση σοφίας».
Η Πρισίλα αισθάνθηκε κατειλημμένη εξ' εφόδου. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει θιγμένη ή κολακευμένη. «Είμαι μια χαρά», είπε. «Απλώς ήμουν κάπως κουρασμένη. Βγάζεις πολύ βιαστικά συμπεράσματα. Εξάλλου η δυστυχία είναι κάτι φυσικό. Δεν είμαι καμιά απ' αυτές τις χαζοχαρούμενες που ξοδεύουν όλο τους τον καιρό προσπαθώντας ν' αποφύγουν τη φυσιολογική μιζέρια της ζωής». Κινήθηκε κατά την πόρτα. Όχι και τόσο γοργά, όμως. Εκείνος την ακολούθησε.
«Σίγουρα η ζωή είναι μια μεγάλη δυστυχία», της είπε.«Αλλά και ο θάνατος είναι ακόμα μεγαλύτερη. Ο τρόμος, το άγχος, ο φόβος, η ενοχή, ακόμα και κάμποση νεύρωση, είναι εντελώς φυσικές αντιδράσεις απέναντι σε μια ζωή που υπόσχεται ένα τόσο απαράδεκτο τέλος. Το κόλπο είναι να μην παίρνεις αυτές τις αντιδράσεις πολύ στα σοβαρά, ουτε να εκχυδαΐζεις την τόσο σύντομη παραμονή σου στο σαρκίο σου κάντοντας συνέταιρό σου τη δυστυχία».
«Εμένα μου φαίνεται», είπε η Πρισίλα, κουμπώνοντας και ξεκουμπώνοντας το γιακά του αδιάβροχού της, «ότι οι αποκαλούμενοι "ευτυχισμένοι άνθρωποι" είναι εκείνοι που εκχυδαΐζουν τα πάντα με το να αποφεύγουν την πραγματικότητα και να μη σκέφτονται τίποτα το σημαντικό».
«Η πραγματικότητα είναι κάτι το υποκειμενικό και σ' αυτό τον πολιτισμό υπάρχει μια τάση, καθόλου φωτισμένη, να θεωρεί κάτι σαν "σημαντικό" μοναχά όταν είναι σοβαρό και άχαρο. Και σίγουρα έχεις δίκιο για τους χαζοχαρούμενους, μόνο που δεν είναι ευτυχισμένοι αλλά λοβοτομημένοι. Αλλά και οι Εξυπνοκατσούφηδές σου, είναι το ίδιο γελοίοι. Όταν δεν είσαι ευτυχισμένος, φτάνεις να δίνεις μεγάλη σημασία στον εαυτό σου κι αρχίζεις να τον παίρνεις πολύ στα σοβαρά. Οι πραγματικά ευτυχισμένοι άνθρωποι, εννοώ δηλαδή, οι άνθρωποι που αληθινά γουστάρουν τους εαυτούς τους, δε σκέφτονται και τόσο πολύ τους εαυτούς τους. Ο δυστυχισμένος αγανακτεί όταν προσπαθείς να τον ευθυμήσεις γιατί αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάψει ν' ασχολείται με τον εαυτό του και ν' αρχίσει να προσέχει τον κόσμο ολόκληρο. Η δυστυχία είναι η υπέρτατη μορφή της αυτοενασχόλησης».